Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2014

ΠΕΣ ΤΑ

Γράφει ο Γιάννης Λιώρης
Ο Στέλιος απολύθηκε ή μάλλον ούτε αυτό δεν μπόρεσε, από την πολυεθνική που δούλευε τα τελευταία 12 χρόνια, για να μη δικαιούται ούτε αποζημίωση, ούτε καν ταμείο ανεργίας και έτσι άθελά του δικαίωσε για ακόμη μια φορά τον τίτλο του γκαντέμη κι αχαΐρευτου, που τόσο συχνά του απένειμε η πεθερούλα του τελευταία, στις κρυφές κουβέντες με την κόρη της.
Πήγανε με το σωματείο να κατάσχουν την περιουσία του διευθύνοντος συμβούλου, έλα όμως που οι δικηγόροι τούς ψιθύρισαν στ' αυτί πως τίποτα δεν έχει στ' όνομά του και πως, και να τον βάλουν φυλακή, έχει λέει μια παλιά, ξεχασμένη σκλήρυνση κατά πλάκας και πολλά τσιράκια, γιατρούς, βουλευτές και δικαστές που θα τον βγάλουν έξω στο πιτς-φιτίλι.
"Τι θες να κάνω εγώ, μπορώ να τα βάλω μονάχος μου με δαύτους;", ήταν το μόνιμο μότο του στην γκρίνια που σιγοντάρει τη φτώχεια νύχτα μέρα.  
Βρε να' ναι καλά ο Ανέστης που τον έπαιρνε που και που για βοηθό μπογιατζή τις λίγες φορές που έβρισκε κι αυτός κάτι να βάψει."Έτσι, για να' χει μούτρα το παιδί στο φροντιστήριο, όχι ότι και κει δεν είμαστε τρία μηνιάτικα πίσω, μα μέχρις εδώ τα βόλευα, κανείς δεν έχει χάσει ούτε ευρώ από μένανε", κορδωνότανε με ιερή σχεδόν την αγανάκτηση.
Τα τελευταία τρία χρόνια κάτι μικρές οικονομίες που είχανε για ώρα ανάγκης τις σήκωσε απ' την τράπεζα, "άσε μη μας τις φάνε κανα βράδυ και βρεθούμε με τίποτα δραχμές, που λεν στο καφενείο" και τις έκρυψε μέσα στο βάζο που είχανε τη ζάχαρη. Κάθε μήνα έχυνε όλη τη ζάχαρη σε μια λεκάνη, άνοιγε τρία-τέσσερα σακουλάκια που είχε κάνει μασούρι το χρήμα, ίσιωνε τα πενηντάευρα, έβγαζε τσιγκούνικα λίγα από δαύτα και πήγαινε στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς να τα χαλάσει σε πεντάευρα, άντε δεκάευρα το πολύ.
Το πρωί που έφευγε να ψάξει για καμιά δουλειά, άφηνε 10 ευρώ στο κομοδίνο για τα έξοδα της μέρας: 1,60 για το εισιτήριο του παιδιού, 0,80 για κουλούρι, 5 ευρώ για κά-να μακαρόνι, λίγη γραβιέρα, άντε και λίγα φρούτα από αυτά που πριν το σάπισμα  βγάζουν στις προσφορές τα σούπερ μάρκετ.
"Α, Τούλα, άμα σου περισσέψει κανένα ευρουλάκι πάρε μου και μια μπύρα και πες στη μάνα σου άμα της βάλουν σήμερα το ΕΚΑΣ, το φροντιστήριο του παιδιού και το νερό τα 'χω απλήρωτα να της πεις. Κι άμα δε γυρίσω το μεσημέρι φάτε, θα' χει βρει τίποτα ο Ανέστης αλλά δεν έχω τηλεκάρτα να σε πάρω, γεια"!
Έτσι κυλούσε η ζωή, χωρίς στάλα μπύρα αλλά με άφθονη τηλεόραση τα βράδια, "βρε καλά που είναι κι αυτή δε λες και μαθαίνουμε τι δυστυχία σέρνεται εκεί έξω",... μέχρι εκείνο το βροχερό απόγευμα του Οκτώβρη. Αρκούδες έριχνε όταν μπήκε στο εμπορικό κέντρο μ' ένα τσούρμο αναψοκοκκινισμέ-νων, καταβρεγμένους απ' την κορφή ως τα νύχια, που έτρεχαν να διασώσουν ό,τι μπορούσαν κάτω από το γυάλινο σκέπαστρο της οροφής. Τα φωτισμένα μαγαζιά και οι γεμάτες κόσμο σκάλες που ανεβοκατεβαίνανε ασταμάτητες, μοιάζαν στα μάτια του όαση μέσα σε μια έρημο φτώχειας και μιζέριας.
"Τώρα θα μου πεις, στην έρημο βλέπει κανείς αντικατοπτρισμούς, άλλα πάλι, δεν μπορεί, για να υπάρχουνε τόσα μαγαζιά ανοιχτά κάποιοι θα πρέπει διάολε ακόμα να ψωνίζουν", σκέφτηκε την ώρα που το μάτι του έπεσε σ' ένα παντελόνι μιας πλούσιας βιτρίνας. 148 ευρώ έγραφε ανερυθρίαστα από κάτω το ταμπελάκι και βάλθηκε να λογαριάζει, με τόσα λεφτά, πόσα άραγε πακέτα μακαρόνια και πόσες μπύρες αγοράζεις. Τώρα τελευταία το έκανε πολύ συχνά αυτό, τα πάντα τα μετρούσε σε μπύρες και μακαρόνια, σε βαθμό που, αν κούφια ώρα, μας έβγαζαν απ' το ευρώ μια μέρα και μας δίνανε για νομίσματα μπύρες και μακαρόνια, αυτόν δε θα μπορούσε κανείς στα ρέστα να τον ρίξει.
Δίχως να το σκεφτεί και χωρίς σχεδόν να το καταλάβει, χώθηκε στο μαγαζί που 'χαν μπουκάρει κι άλλα θύματα της ανισορροπίας του φαινομένου του θερμοκηπίου και σκότωναν την ώρα τους απ' ό,τι φαίνεται χαζεύοντας, κανείς δεν έστριβε ούτε το βλέμμα προς ταμείο μεριά. "Πόσα χρόνια έχω να βάλω πάνω μου ένα καινούριο ρούχο, θα μου πεις βέβαια τα Χριστούγεννα πήρε η Τούλα το παλτό και το παιδί τα adidas, ε..., άλλοι τρώνε απ' τα σκουπίδια, όμως..., αν δοκίμαζα αυτό το παντελόνι τίποτα δε στοιχίζει, άλλωστε οι δοκιμές είναι ακόμα τσάμπα", συλλογίστηκε κουτοπόνηρα ψάχνοντας στην κρεμάστρα για κάνα τριανταοκτάρι.
Έπιασε ένα μα του φάνηκε κάπως φαρδύ στη μέση, " κοίτα να δεις, με τόσο μακαρόνι κι όμως, έχω χάσει" είπε μέσα του και πήρε και δεύτερο, ένα νούμερο παρακάτω. "Τελικά το 36 μια χαρά έπεσε πάνω μου", σκέφτηκε σαν το 'δε στον καθρέφτη. Ύστερα, γύρισε πάλι στο παραβάν, ξαναφόρεσε το δικό του και κρέμασε τ' άλλα δύο στις κρεμάστρες τους με σχολαστικότητα και προσοχή στην τσάκιση, "τι φταίει το κοριτσάκι να τρέχει να τα μαζεύει για πέντε κατοστάρικα απ' το πρωί ως το βράδυ, άσε πια και τις Κυριακές".
Εκείνη την ώρα τα φώτα τρεμοπαίξανε νευρικά, λίγο προτού ο Κουφοντίνας τ' ουρανού απασφαλίσει τον πυροκροτητή κι ανατινάξει το πιο γεμάτο σύννεφο. Οι αντοχές της γυάλινης οροφής θύμιζαν άμυνα του Παναθηναϊκού στο Καραϊσκάκη, οι σκάλες έμειναν κόκαλο και όλοι οι συναγερμοί άρχισαν να ουρλιάζουν σαν ηλεκτρική, αφηνιασμένη αγέλη. Κάτι γυάλινο κομματιάστηκε στο ισόγειο και ήταν ηλίου φαεινότερο πως μερικές αναιμικές γεννήτριες δεν μπορούσανε να τρομάξουν το σκοτάδι, τουλάχιστον όχι την ώρα που όλοι χίμηξαν έξω από τα μαγαζιά να δούνε τι συμβαίνει μαζί κι αυτός, με δυο ολοκαίνουργια στα χέρια παντελόνια.
Του 'κανε εντύπωση πώς γκρεμίστηκε μια τέτοια τζαμαρία και ίσα που πρόλαβε να δει κάποιους να τρέχουνε στο δρόμο, στη βροχή, μέσα στο χαλασμό, όταν ένα βαρύ, σιδερένιο χέρι προσγειώθηκε στον δεξιό του ώμο και  τον σώριασε κατάχαμα πάνω σε αναρίθμητα, σπασμένα κρυσταλλάκια. Ύστερα, έβλεπε μπότες γύρω του να πηγαινοέρχονται κλοτσώντας το κορμί του, που τις έστελναν κατά πάνω του σεκιουριτάδες θεόρατοι, μες σε χακί στολές, που ξεφύ-τρώνανε από κάθε γωνία κι όροφο. Συνήλθε, ποιος ξέρει πόσο μετά, μέσα σε κάτι που έμοιαζε μ' αποθήκη, με σφάχτη σ' όλο το κορμί και με μια πλάτη προθήκη έκθεσης κρυστάλλων. Η μπλούζα από μπροστά, κόκκινο λάβαρο, υγρό και στο στόμα η στυφή πικρίλα του αίματος. "Λέγε ρε πώς σε λένε; Από που 'σαι ρε ρεμάλι, ποιοι είναι στη συμμορία σας που ρημάζει τα μαγαζιά ρε πούστη;  Λέγε ρε, τι είσαι, κωλαλβανός, Βούλγαρος, Ρουμάνος, τι είσαι ρε αλήτη";
Πριν προλάβει να καταλάβει τι του ξημέρωσε, ένοιωσε το στόμα του να συντρίβεται όπως η τζαμαρία και η τελευταία εικόνα που αποθήκευσε πριν την απενεργοποίηση, ήταν ένας αγκυλωτός σταυρός κρυμμένος κάτω από χακί μανίκι.  Ξαναξύπνησε με πόνο αβάσταχτο και με δυο δόντια γερμένα προς τα μέσα να λογχίζουνε τη γλώσσα από τα πλάγια. Χοντρές, κόκκινες στάλες κάθε δυο-τρία δεύτερα, σημάδευαν την μύτη του παπουτσιού και σπάγανε σε πιτσιλιές ολόγυρα στα πλακάκια. Το πρώτο που είδε από το μάτι που ακόμα άνοιγε, ήταν ένα ποτήρι με νερό να πλησιάζει αργά στο πρόσωπό του, μαζί με ένα χέρι που έβγαινε μέσα από μια κάτασπρη μανσέτα που 'χε γύρω της ένα σκουρόχρωμο, μπλε μανίκι από σακάκι.  Με δυσκολία  συγκράτησε το ποτήρι απ' το τρέμουλο, το έφερε στα χείλη, έβαψε κόκκινο το νερό κι άκουσε τον παφλασμό που κάνανε τα δόντια βουτώντας στο αιμάτινο ζουμί.
"Κύριε Έλληνα", μια φωνή που απλωνότανε βαριά απ' το σκούρο σακάκι, "θα σας παρακαλούσα να με ακούσετε με την δέουσα προσοχή. Όπως θα έχετε ήδη αντιληφθεί, οι άνδρες ασφαλείας του Κέντρου Εμπορίου σας συνέλαβαν επ' αυτοφώρω να διαπράττεται το ιδιαίτερα αξιόποινο αδίκημα της κλοπής, αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο πως διαπράξατε μόνον αυτό.  Τούτη την ώρα ελέγχεται η συμμετοχή σας στη συμμορία που λήστεψε το κοσμηματοπωλείο του ισογείου, που φαίνεται να σχετίζεται με άλλα παρόμοια χτυπήματα και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις κινείται στις παρυφές της τρομοκρατίας.
Τα πράγματα δυστυχώς για σας κύριε Έλληνα είναι σκούρα. Προσέξτε λοιπόν τι θα κάνετε από 'δω και μπρος χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, επαναλαμβάνω, χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση απ' όσα λέω: Ένα αυτοκίνητο της ασφαλείας του Κέντρου θα σας μεταφέρει στον Ευαγγελισμό και θα σας αφήσει ένα τετράγωνο πριν από την πύλη. Θα απευθυνθείτε στα επείγοντα όπου θα δηλώσετε ότι τα τραύματα που φέρετε στο πρόσωπο και το σώμα οφείλονται σε τροχαίο ατύχημα, μετά το οποίο ο ασυνείδητος οδηγός σας εγκατέλειψε αβοή-θητο στην άσφαλτο. Τα μικρά θραύσματα που υπάρχουν στην πλάτη σας είναι από το σπασμένο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Από την ταραχή σας δεν συγκρατήσατε τον αριθμό ή την μάρκα του οχήματος. Αν κληθεί από το νοσοκομείο η τροχαία να σας πάρει κατάθεση θα επαναλάβετε ακριβώς τα ίδια. Την ίδια περιγραφή θα κάνετε και στα οικεία σας πρόσωπα, όταν σας δώσουν το εξιτήριο. Θα παρακολουθείστε σε εικοσιτετράωρη βάση και οποιαδήποτε παρέκκλιση από τις οδηγίες πιστέψτε με, θα έχει για σας και το οικογενειακό σας περιβάλλον οδυνηρές συνέπειες. Ελπίζω να έγινα κατανοητός. Ορίστε και η ταυτότητα που πρόσκαιρα αφαιρέσαμε από το πορτοφόλι σας, δεν είμαστε κλέφτες εμείς αγαπητέ μου. Και τώρα πηγαίνετε, συντόμως θα επικοινωνήσουμε μαζί σας για τα περαιτέρω. Καλό κουράγιο, κύριε Έλληνα"...
Λίγες μέρες μετά, όταν χτύπησε το τηλέφωνο και τον καλέσανε στα γραφεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Εμπορίου, είχε ήδη διαβεί τις πύλες της κολάσεως και οι τρεις διάβολοι με τα μαύρα κοστούμια και τ' αγγελικά πρόσωπα, που ήταν στημένοι απέναντί του, άρχισαν αμέσως την ξενάγηση. "Θα αναρωτιέστε βέβαια, γιατί δεν σας παραδώσαμε στην αστυνομία και γιατί δεν σας στείλαμε στα δικαστήρια", είπε ο πρώτος. "Γιατί κανείς σ' αυτή τη χώρα δεν έχει σε καμία υπόληψη την αστυνομία και τη δικαιοσύνη της κύριε Έλληνα", απάντησε κοφτά ο δεύτερος. "Και γιατί η τάξη και ο νόμος εδώ μέσα, είμαστε εμείς, ολοκλήρωσε κυνικά ο τρίτος. Γνωρίζετε κύριε Έλληνα ποια είναι η ετήσια ζημία της επιχείρησης μας από τις κλοπές τις δικές σας και των ομοίων σας; Εκατό χιλιάδες ευρώ, μάλιστα κύριε καλά ακούσατε, εκατό χιλιάδες ευρώ ετησίως. Αποφασίσαμε λοιπόν πως όποιος συλλαμβάνεται να κλέβει θα ξεπληρώνει ολόκληρο το απολεσθέν ποσό. Μας χρωστάτε εκατό χιλιάδες ευρώ κύριε!
Βεβαίως, μπορείτε να μην αποδεχτείτε το χρέος ή να το θεωρήσετε επαχθές ή και επονείδιστο, όπως λέμε οι δικηγόροι, αλλά πριν το κάνετε να ρίξετε μια ματιά στην κάμερα ασφαλείας που σας δείχνει να τρέχετε μπροστά στην σπασμένη τζαμαρία του κοσμηματοπωλείου με τα κλοπιμαία στα χέρια, μαζί με τους τρομοκράτες που όπως λένε στην προκήρυξή τους το απαλλοτρίωσαν λέει, για να ενισχύσουν τον αγώνα τους. Ξέρετε πόσα χρόνια θα φάτε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση κύριε Έλληνα; Θα σαπίσετε στη φυλακή. Βεβαίως, μπορούμε να τ' αφήσουμε όλ' αυτά και να επιδιώξουμε μια αμοιβαίως επωφελή συμφωνία: Επειδή είστε χρόνια άνεργος, σκεφτήκαμε να σας προσλάβουμε ως φορτοεκφορτωτή στις αποθήκες μιας των επιχειρήσεών μας. Θα αμείβεσθε με τον βασικό μισθό των 586 ευρώ μηνιαίως από τα οποία θα παρακρατούνται τα 250, μέχρι της τελικής εξοφλήσεως του χρέους σας. Η εργασία τρεις Κυριακές τον μήνα είναι υποχρεωτική. Για την κατοχύρωση της επιχείρησης μας έναντι πιθανής αθέτησης της συμφωνίας εκ μέρους σας, θα αποδεχτείτε μία προσημείωση του ακινήτου στο οποίο διαμένετε, στην οδό Τενέδου 33, στο έκτο όροφο, στην Κυψέλη. Οποιοδήποτε έσοδο ήθελε προκύψει στη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους σας, θα παρακρατείται αυτομάτως.  Έχετε μία μέρα καιρό ν' αποφασίσετε κύριε Έλληνα".
Περάσανε δυόμιση χρόνια μέχρι το βράδυ που τον έπιασε η κρίση. Ήταν Φλεβάρης, σούρουπο, η Τούλα είχε βγει και ο Αντώνης διάβαζε μέσα σε δυο πουλόβερ και μια παλιά ζακέτα για Πανελλήνιες. Βγήκε στο μπαλκόνι και πέρασε το ένα πόδι πάνω από το κάγκελο και ύστερα το άλλο. Άρχισε να ουρλιάζει να βγει έξω η γειτονιά. Το παιδί πετάχτηκε έξω σαστισμένο: "Πατέρα τι πας να κάνεις; Γύρισε μέσα σε παρακαλώ, τι πας να κάνεις";  "Εγώ φταίω αγόρι μου, εγώ μονάχα φταίω: Που 'τρεχα με τη μάνα σου στο Σύνταγμα χτυπώντας κατσαρόλες κι αυτοί ρίχναν με πολυβόλα, που 'βλεπα τις απολυμένες καθαρίστριες και δεν μ' ένοιαζε που τις διώξανε, που ρίζωσα στον καναπέ και που τους άφησα να σφάξουνε τον Παύλο, που θαμπώθηκα απ' το χρυσάφι τους και όχι από τις Σκουριές, που ο παππούς σου τους έλιωσε πάνω στην Αλβανία κι εγώ έκανα Αλβανό εσένανε. Εγώ μονάχα φταίω, που 'φτασα να 'μαι δούλος τους. Έλα, βάλε στο στήθος μου τα χέρια σου και σπρώξε με, πέτα με στον ακάλυπτο, μου αξίζουν τα ποντίκια του, η γλίτσα κι υγρασία. Σκότωσέ με να σωθείς εσύ αγόρι μου. Εγώ είμαι το πρόβλημά σου. Σάπισα... Γι' αυτό σου λέω, πέτα με απ' τη ζωή σου τώρα!".
Εδώ η αφήγηση τελειώνει.
Αδερφέ μου Έλληνα, δεν ξέρω τι τέλος να δώσω σε τούτη την ιστορία, ίσως γιατί δεν έχω αποφασίσει ούτε κι εγώ πώς θα τελειώσει, νοιώθω όμως, πως το τέλος τούτης της ιστορίας πρέπει να το γράψουμε όλοι μαζί, αντάμα.
ΥΓ. Σε όσους, αυτό που λέμε φιλότιμο και μόνο στη γλώσσα μας υπάρχει, τους σώριασε στον ακάλυπτο. Όταν η δημοκρατία γυρίσει, θα πρέπει να τους τιμήσουμε όπως τον Άγνωστο Στρατιώτη, με ένα μνημείο ισάξιο: στον Άγνωστο Πολίτη.
Το διαβάσαμε στο koutipandoras.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.