Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Αν δεν ήταν γυναίκα θα ήταν Θεός...



Γράφει ο Μανώλης Δημελλάς



Πέρασε απόψε μια γριά, δίχως πρόσωπο, το τσεμπέρι την έκρυβε από τον ήλιο, με μια απόκοσμη καμπούρα, έδειχνε τόσο κακοφορμισμένη. Μοιάζαν με ξερά, καμένα κλαδιά, τα χέρια της, και μύριζε το χνώτο της φόβο, ενώ μια αόριστη νεκρική ταγκίλα, σκέπαζε το διάβα της. Έκανα δυό βήματα πέρα, γοητευμένος από μένα, ένιωσα πάλι σαν μικρός Θεός.
Τραβούσα γεμάτος σάλια και παρακάλια, να ανάψω κεριά, λαμπάδες ίσα με το μπόϊ μου, πάνω στα ψόφια κουφάρια των λατρεμένων φάλσων οραμάτων μου.
Πόσο παράξενο να γιορτάζεις, να γλεντάς, έναν Θάνατο.
Όλες τις ζωγραφιές του κόσμου για μια Φωτογραφία της, όλους τους θρύλους στη φωτιά, για δυό λέξεις, μέσα από τα Δικά της χείλη. 
Δεκαπενταύγουστος, η κοίμηση της Θεοτόκου, το Πάσχα του καλοκαιριού κι όμως πάντα στα δύσκολα το νιώθεις, Εκείνη είναι, που δεν φεύγει ποτέ από το πλάϊ σου.
Ο Μυριβήλης μίλησε για την Παναγιά γοργόνα, ενώ ο Καζαντζάκης έγραψε γλυκά παινέματα για  τη Θεοτόκο και ο Βάρναλης με τη σειρά του, δεν ξέχασε, έντυσε στα κόκκινα τη χαροκαμένη, Λαοδηγήτρα Μάνα.
Όπως κι αν μιλήσεις για Κείνη, μπαίνει μπροστά από το χρόνο, και γίνεται κομμάτι της ψυχής του καθενός μας, ξεχωριστή, προσωπική, μα πάντα Ίδια και Απαράλαχτη.
Μαύρη Παναγιά στη Τσεστοχόβα της Πολωνίας, ή στο Μονσεράτ της Καταλονίας. Κατάμαυρη, σαν πίσσα, η πάμφτωχη Μοζαμβικάνα. Με κιμονό, η σχιστομάτα Κινέζα, μα και η πιο πονεμένη των δικών μας ημερών, η Συριάνα Παναγιά στη Σαιντανάγια.
Μάθαμε, σπουδάσαμε πάνω στις Λευκές, γλυκές και αέρινες, εύθραυστες και αμυγδαλομάτες κοπελάρες.
Φορτωμένες Οιδιπόδεια, βγαλμένες από τα μαγικά χέρια του Θεοτοκόπουλου, του Ραφαήλ ή του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που ξεσηκώνουν, αναντρανίζουν τα μάτια μας, βάζουν κανόνες στο άπειρο.
Αλλες πάλι έξω από νόμους, απρεπής και βλάσφημες.
Παναγιές βρώμικες, ταλαιπωρημένες, τσακισμένες και μισόγυμνες, περισσότερο δικές μας, αληθινές, που ο αλέκιαστος στρουμπουλός κλήρος, φτύνει στο κόρφο του και γυρνά πλάτη, δεν αναγνωρίζει χνάρια σπουδαίων δημιουργών.
Δεν υπάρχει μάθημα για τούτη την επαφή, δεν μπαίνουν κάγκελα σε αυτά που νιώθει η ψυχή, ούτε μοιράζεται σα φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, η αιώνια Μάνα. Ή  μήπως γίνεται κι αυτό;
Ένα σωρό θαύματα, μοιάζουν με παραμύθια βολεμένων, κι όμως, πόσες ατέλειωτες,  μικρές, καθημερινές στιγμές, γίνονται αφορμή να Τη παρακαλάμε: Βάσταξε με Μάνα, σφίξε γερά το χέρι.
Όπως κι αν βλέπεις τον κόσμο, ό,τι επιθυμίες και πάθη να φοράς σα ματογυάλια, θα βρεις το σπίτι Της, που μοιάζει ταπεινό, όμως τόσο  μεγάλο και ευρύχωρο, στοιβάζει τη πιο μεγάλη και αταίριαστη παρέα, μέσα στα σωθικά του.
Με κάθε λογής ικέτες, να μην χάνουν ευκαιρία, να θωρούν σε κάθε σκοτεινή γωνιά, σκιές από ψηλόλιγνα φαντάσματα, η γιορτή
Της Αιώνιας Μάνας, κατακαλόκαιρο, είναι η πιο γλυκιά και δροσερή, παντοτινή ελπίδα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.